λυωμένα, τά
Ερμηνεία:
[το ορθό είναι λειωμέναο (μετοχή παρακ. μεσ. φωνής, ουδ. γένους, πληθ. του ρ. λειώνωι (αυτός που έχει λειώσει) …
Ετυμολογία:
[(‘Ομηρ.) λειόω, λειῶ (λειώνω, μετατρέπω κάτι από στερεό σε υγρό ή πολτό), η μετοχή παρακειμένου είναι λελειωμένοε, -η, -ο < λεῖος ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|